ΕΛΒΙΖ. Πρακτικές λύσεις για τον κτηνοτρόφο μέσα από την έρευνα και την καινοτομία
Με μεγάλη επιτυχία ολοκληρώθηκε η συμμετοχή της ΕΛΒΙΖ στην 11η ZOOTECHNIA, έκθεση η οποία αποτέλεσε και φέτος ορόσημο για το μέλλον της ελληνικής Κτηνοτροφίας. Η πρωτοπορία της ΕΛΒΙΖ τόσο στην ποιότητα, όσο και στον τομέα της έρευνας, επισφραγίστηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά την επιστημονική ημερίδα που διοργανώθηκε την Κυριακή 3 Φεβρουαρίου στο συνεδριακό κέντρο της HELEXPO-ΔΕΘ ‘Ν.Γερμανός’.
Με γενικό τίτλο “Πρακτικές λύσεις για τον Κτηνοτρόφο μέσα από την Έρευνα και την Καινοτομία”, ένα πάνελ διακεκριμένων ομιλητών από τον ακαδημαϊκό χώρο, παρουσίασε τις πλέον σύγχρονες εξελίξεις για τη σημασία της διατροφής των παραγωγικών ζωών και την επίδρασή της στην αναπαραγωγή και την ποιότητα του γάλακτος. Πιο συγκεκριμένα:
Ο καθηγητής Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας κ. Αμοιρίδης Γεώργιος, μίλησε για τις κλασικές και νέες προσεγγίσεις στη διαχείριση της αναπαραγωγής των αγελάδων. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση του μεγαλύτερου προβλήματος των κτηνοτρόφων, δηλαδή ότι η αύξηση της γαλακτοπαραγωγής έφερε μείωση της γονιμότητας στα ζώα, ο κ. Αμοιρίδης καθήλωσε το κοινό με μια ομιλία υψηλού επιπέδου, δείχνοντας στους κτηνοτρόφους το δρόμο για τη βέλτιστη διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με την πιο αποδοτική παραγωγή.
Ακολούθησε η παρουσίαση του επίκουρου καθηγητή Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Γιάννενα Ηλία, με θέμα “η επίδραση της διατροφής στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του γάλακτος”. Σύμφωνα με τον κ. Γιάννενα, η σύνθεση του σιτηρεσίου είναι πολύ σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα των ζωικών προϊόντων. Πράγματι υπάρχουν πολλές ζωοτροφές, οι οποίες με τη συμμετοχή τους στο σιτηρέσιο των ζώων μπορεί να έχουν αρνητικές ή θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα του γάλακτος.
Το Εργαστήριο Διατροφής του Τμήματος Κτηνιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, όπως ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής κ. Ηλίας Γιάννενας, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσει ερευνητική δραστηριότητα και συνεργασίες με βιομηχανίες ζωοτροφών όπως η ΕΛΒΙΖ και με επιστημονικά ιδρύματα τόσο της χώρας μας όσο και του εξωτερικού με στόχο την κάλυψη των αναγκών των ζώων, καθώς και τη σχέση της διατροφής με την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιεί τον καταρτισμό των ορθολογικών σιτηρεσίων για την επίτευξη της μέγιστης παραγωγικότητας και το οικονομικό κέρδος στις εκτροφές των ζώων. Δεδομένου ότι, τα έξοδα διατροφής αποτελούν το 60 έως 70% των συνολικών εξόδων παραγωγής, η ορθολογική διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων είναι επιτακτική ανάγκη για το μέλλον και την αειφορική ανάπτυξη του κλάδου.
Με τη σειρά της, η γεωπόνος - βιοτεχνολόγος, εντεταλμένη Ερευνήτρια Ινστιτούτου Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων, ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ και επιστημονική συνεργάτιδα της ΕΛΒΙΖ Δρ. Γρηγοριάδου Κατερίνα, μίλησε για τις σύγχρονες προκλήσεις στη διατροφή των ζώων και την αναγκαιότητα διασύνδεσης της αγροτικής παραγωγής με τη βιομηχανία μεταποίησης μέσω της έρευνας και της καινοτομίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, η βιομηχανία ΕΛΒΙΖ συμμετέχει σε δύο ερευνητικά προγράμματα τα οποία και παρουσιάστηκαν. Το πρώτο με τίτλο “Ολιστική προσέγγιση της αειφορικής αξιοποίησης των εγχώριων αρωματικών φυτών με σκοπό την παραγωγή καινοτόμων βιοενεργών προϊόντων διατροφής ανθρώπων και ζώων” (FeedMAP) έχει στόχο τη δημιουργία καινοτόμων βιοενεργών προϊόντων διατροφής ανθρώπων και ζώων από υποπροϊόντα που προέρχονται από την επεξεργασία των ελληνικών ΑΦΦ.
Η χρήση μη εμπορεύσιμων κλασμάτων των ΑΦΦ ή/και προϊόντων τους ως φυσικό αντιοξειδωτικό στην τροφή που δεν αφήνει κατάλοιπα και περιέχει μια πλειάδα φαινολικών αντιοξειδωτικών ουσιών, στα σιτηρέσια των κρεοπαραγωγών ορνιθίων, κονίκλων ή των ζώων συντροφιάς, αναμένεται να οδηγήσει σε παρασκευή ζωοτροφών υψηλής ποιότητας θα παρουσιάζουν μεταξύ άλλων και αυξημένη αντοχή στο οξειδωτικό τάγγισμα κατά τη διάρκεια της συντήρησής του.
Το δεύτερο πρόγραμμα με τίτλο “Διερεύνηση χρήσης εναλλακτικών πρωτεϊνούχων ζωοτροφών στη ζωική παραγωγή με σκοπό τη μείωση του κόστους παραγωγής και εφαρμογή καινοτόμων διεργασιών για την παραγωγή παραδοσιακών γαλακτοκομικών προϊόντων με ανώτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά” (Green Feeds) ερευνά την παραγωγή πρωτεϊνούχων ζωοτροφών από παραγόμενα εγχώρια ψυχανθή, με κύριο σκοπό την αντικατάσταση του εισαγόμενου σογιάλευρου στα σιτηρέσια των γαλακτοπαραγωγών προβατίνων και αγελάδων, με σκοπό να καλυφτούν ελλείμματα τόσο στην παραγωγή πρωτεϊνούχων ζωοτροφών από λούπινο και μηδική υψηλής πρωτεΐνης, όσο και ζωοτροφών με ιδιαίτερα επιθυμητά χαρακτηριστικά (υψηλή περιεκτικότητα σε ω-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα), όπως είναι ο λιναρόσπορος, ώστε να βελτιωθούν οι αποδόσεις και οι αναπαραγωγικοί δείκτες σε αγελάδες και προβατίνες, για την παραγωγή γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (τυρί και κεφαλογραβιέρα) με χαρακτηριστικά που θα τους προσδίδουν υψηλή προστιθέμενη αξία και εμπορευσιμότητα.
H επιστημονική ημερίδα της ΕΛΒΙΖ ολοκληρώθηκε με τον καλεσμένο ομιλητή τον Marketing & Development Manager της Maïsadour Semenses – Semfor κ. Minelli Luca και την πολύτιμη βοήθεια στη μετάφραση από τον αν. καθηγητή του τμήματος Γεωπονίας Πανεπιστημίου Ιωαννίων κ. Μπόνο Ελευθέριο. Η μεγιστοποίηση των αποδόσεων, μέσω της γενετικής εξέλιξης στην παραγωγή ενσιρωμάτων, είναι ένα ζητούμενο στο οποίο η Maïsadour έχει να επιδείξει σημαντική ερευνητική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα την παραγωγή υβριδίων καλαμποκιού και ηλίανθου, κορυφαίων αποδόσεων για τον αγρότη – κτηνοτρόφο και ταυτόχρονα υψηλής διατροφικής αξίας για το ζωικό κεφάλαιο.
Η Maïsadour είναι ένας συνεταιριστικός κολοσσός της παγκόσμιας σποροπαραγωγής και αποτελεί στρατηγικό συνεργάτη της ΕΛΒΙΖ και του ομίλου ΕΥΡΩΦΑΡΜ. Η διασύνδεση όλων των κρίκων της αλυσίδας, από την καλλιέργεια των πρώτων υλών μέχρι την παραγωγή ζωοτροφών και, από τη διατροφή των ζώων μέχρι την παραγωγή του τελικού προϊόντος που απολαμβάνει ο καταναλωτής, είναι το όραμα της ΕΛΒΙΖ. Γι’ αυτό εξάλλου, τα τελευταία χρόνια η εταιρεία επενδύει στη συμβολαιακή γεωργία, με στόχο την εξασφάλιση της ποιότητας των πρώτων υλών για την παραγωγή ζωοτροφών, τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων των παραγωγικών ζώων, τη διασφάλιση της υγείας του ζωικού κεφαλαίου και τη βελτίωση της ποιότητας των ζωοκομικών προϊόντων.