Ύμνος στη ροδακινιά, από τον Γιώργο Πολάκη: Διασαλευμένος κόσμος άκαρδος σκοτώνει τα όνειρά σου...
Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια πολλές φωτογραφίες από ανθισμένες ροδακινιές, ειδικά μετά την ιδέα-πρωτοβουλία του Τουριστικού Ομίλου Βέροιας να τις κάνει από… project έως brand! Σήμερα έχουμε ένα συγκινητικό ποίημα του πρώην δημάρχου Νάουσας, Γιώργου Πολάκη, για τη ροδακινιά, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης (21 Μαρτίου). Συνοδευόμενο από δύο όμορφες φωτογραφίες του. Διαβάστε το:
ΓΛΥΚΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Πώς λατρεμένη να σε τραγουδήσω
Πώς να νιώσω γύρω τη δροσιά του αγέρα
και πώς τα τόσα κάλλη σου να υμνήσω
με ήχο μαγικό, με άρπα, με φλογέρα
Πώς στου ηλιοκαμένου μου πατέρα
τις αυλακιές του μέτωπου να ταξιδέψουν
μεθυστικά αρώματα, στην πρώτη καλησπέρα
τον κάματο της μέρας να κουρσέψουν.
Πώς ν’ ακούσω στην ανατριχίλα σου
τον φίνο ήχο από την πλέξη του αέρα
ανάμεσα στα υπέροχα τα φύλλα σου,
σαν σφύριγμα του τρένου, σαν φλουέρα.
Σιδηροδρομικός Σταθμός-Επισκοπή, Ράμνιστα
φάνταζαν τόποι μακρινοί, αλλά κι ελπίδας
τον χρυσοπόρφυρο γλυκό καρπό σου κράτησα
ανταμοιβή του ίδρωτα, του κόπου, της ρυτίδας.
Χρωμάτιζες υπέροχα τις ροζ υπώρειες του Βερμίου
ποίηση κατά πως λεν είναι η έκφραση του ωραίου
την ύφανες περίτεχνα στον αργαλιό του βίου
μέχρι που ήρθε η στιγμή του τέλους, του μοιραίου.
Ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι.
Βουβά τα κύματα σαρώνουνε τις όμορφες τις σκέψεις.
Η ποίησή μου θλιβερή, λειψή, ξεκουρντισμένη.
Τέτοιες αβάσταχτες στιγμές πόσο μπορείς ν’ αντέξεις.
Μεγάλωσα με την εικόνα σου, έχουμε γίνει ένα
η γεύση του καρπού σου μοναχά μου μένει
θαμπές φωτογραφίες σου σε κάδρα κεκλιμένα
ροδακινιά ταλαίπωρη και πολυαγαπημένη.
Ρωσία, Κριμαία, Ευρώπη, εμπάργκο, βαθειά η σκοτοδίνη
όλα τα υπόρρητα νοήματα αχνά περνούν μπροστά σου,
στους ανεμόμυλους του μυαλού σου η νεκρική η κλίνη
διασαλευμένος κόσμος άκαρδος σκοτώνει τα όνειρά σου.
Το αλυσοπρίονο είναι αμείλικτο, δεν σταματά να κρώζει,
πέφτουν αμέτρητα κορμιά, δεν ξέρει από συμπόνια.
Βουρκώνω και οργίζομαι, αυτό το τέλος δεν σου αρμόζει,
πάνε οι μέρες που από τη ρεματιά ακούγονταν τ’ αηδόνια.