Κι εμείς σκοτώσαμε τον Άλκη!
Άποψη του Πασχάλη Μεντίζη, που δημοσιεύθηκε στο voria.gr και αξίζει να διαβαστεί από όλους μας.
Ένοχοι. Και οι 12. Η εισαγγελέας ήταν, αυτό που αρέσει στους δημοσιογράφους να λένε και να γράφουν, καταπέλτης. Χειμαρρώδης, χρειάστηκε τρεις δικαστικές ημέρες, 18 πραγματικές ώρες, να ολοκληρώσει την αγόρευσή της και να γνωστοποιήσει την πρότασή της, η οποία εν τέλει ήταν ακριβώς ίδια με την πρόταση σύσσωμης, σχεδόν, της ελληνικής κοινωνίας εκείνο το αποκαρδιωτικά μουντό πρωινό της 1ης Φεβρουαρίου του 2022: ένοχοι.
Ναι, είναι ένοχοι. Και οι 12. Διότι ήξεραν πού πάνε, γιατί πάνε, τι θέλουν να κάνουν, πώς να το κάνουν. Διψούσαν για αίμα, ενώ το δικό τους έβραζε. Οι καβάλοι των παντελονιών τους ξεχείλιζαν από στρεβλή αρρενωπότητα όταν μπήκαν στ' αμάξια, στις φλέβες τους κόχλαζε διεστραμμένη αδρεναλίνη όταν βγήκαν απ' αυτά. Ήθελαν να πάρουν «το σκηνικό», να ισοφαρίσουν «το πέσιμο» στο Ωραιόκαστρο, μες στη Χαριλάου, «στο σπίτι τους».
Οπωσδήποτε οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, το φχαριστήθηκαν, στον δικό τους κόσμο ήταν νίκη. Φεύγοντας πανηγυρίζουν, τα επινίκια ακούγονται καθαρά στα βίντεο. Ενδεχομένως, εκείνες τις θολές στιγμές, να μην κατάλαβε κανείς τους τι ακριβώς είχαν κάνει, ότι έσπασαν την κλεψύδρα του Άλκη, ότι πάγωσαν τις ίδιες τους τις ζωές. Άλλωστε, στα οπαδικά επεισόδια, στις ενέδρες και στα ραντεβού (ό,τι κι αν σας πουν όσοι δεν γνωρίζουν) κανείς δεν έχει σκοπό να σκοτώσει, κανείς δεν θέλει να καταλήξει στη φυλακή -ασχέτως το ότι παίζουν κορόνα-γράμματα και για τα δυο.
Χωρίς πολλά πολλά, πέταξαν «τα κέρατα» κι ό,τι άλλο δολοφονικό κρατούσαν, κοκορεύτηκαν μεταξύ τους ποιος πούλησε περισσότερη μαγκιά και τρέλα, ποιος έσφαξε, ποιος κάρφωσε και ποιος τρύπησε, ποιος έδωσε γερό σούτι, ζίλι και μάπες και ποιος έκανε μαλακία. Οραματίστηκαν τη σκασιά στον σύνδεσμο την επόμενη μέρα, την πληθωρική εξιστόρηση και τα μπράβο από τους άλλους, σκούπισαν τα αίματα, επούλωσαν τις πληγές-γαλόνια, κατέβασαν παλμούς, έκλεισαν τα μάτια και κοιμήθηκαν, χωρίς, πάλι, πολλά πολλά. Και το πρωί ξύπνησαν φονιάδες.
Ο χουλιγκανισμός δεν είναι ανίατος. Είναι ένα κούφιο, αποφλοιωμένο πλατάνι, αλλά με ρίζες βαθιές και πεισμωμένες. Τα φύλλα του είναι ξερά, μα κόβουν σα μαχαίρια. Οι καρποί του -θαρρείς σαν μπάλες- βαρείς σαν πέτρες. Αντί για ρετσίνι, το πλατάνι στάζει αίμα. Φυτρώνει δίπλα σε ρεματιές, όπου κυλά φτώχεια, ανέχεια, προσφυγιά, αμορφωσιά κι εκμετάλλευση. Κοντά σε ποταμούς που ρέουν απογοήτευση, ανεργία, ακοινωνησία, παραίτηση, καταπίεση. Πλάι σε χείμαρρους ασυγκράτητης αδικίας, συμφοράς και βίας, μπροστά σε καταρράκτες με μίσος ορμητικό.
Ισως μία λύση θα 'ταν το πλατάνι να κοπεί και να ξεριζωθεί. Αλλά οι καρποί του, σε γόνιμο έδαφος, μπορούν να δώσουν νέο δένδρο. Γι' αυτό η μοναδική λύση είναι να στερέψει η ρεματιά, να σιγήσει ο καταρράκτης. Να χτιστεί ένα θεόρατο φράγμα να τιθασεύσει τη θεομηνία των δεινών, εν τη γενέσει τους. Να μαραζώσει, να ζαρώσει, ν' αφεθεί να λιώσει μόνο του το πλατάνι της βίας.
Ό,τι μέτρα κι αν ελήφθησαν μετά τον Άλκη, τον Τόσκο, τον Νάσο, τον Γιάννη, τον Κώστα, τον Μιχάλη κι άλλους τόσους πριν από δαύτους, που συμπληρώνουν την αιματοβαμμένη ντουζίνα, ήταν (και εξακολουθούν να είναι) από αναιμικά κι ανερμάτιστα έως ανεδαφικά κι ανελαστικά, που γύρισαν (και θα συνεχίζουν να γυρίζουν) ως μπούμερανγκ: ιδιώνυμα που σε φυλακίζουν για μια φωτοβολίδα, κάμερες που δεν λειτούργησαν ή δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ, στοπ στις «επίφοβες» μετακινήσεις, στοπ στις μεγάλες μετακινήσεις, στοπ στις εντός ίδιας πόλης μετακινήσεις, στοπ σε όλες τις μετακινήσεις, τελικοί θλίψης, σφράγισμα συνδέσμων που ανοίγουν ξανά έναν μήνα μετά, κλειστές θύρες, κούφιες εξαγγελίες κι εξοργιστικά ευχολόγια, ένα τσαμπί σάπιοι νόμοι και τρύπιες αποφάσεις για την «πάταξη» της αθλητικής βίας, την «κάθαρση».
Πολιτικά κι επιχειρηματικά αλισβερίσια με «οπαδούς». Ανεύθυνοι υπουργοί. Ευθυνόφοβη Αστυνομία. Άσπονδες ομοσπονδίες. Ιδιοκτήτες-στρατάρχες. Ποδοσφαιροπαράγοντες πρώην αξιωματικοί. Βετεράνοι των κερκίδων όψιμοι οπαδογράφοι. Δημοσιοκάφροι μ' αλλεργία στην αντικειμενικότητα. Ραδιο-φονικοί προαγωγοί έχθρας. Οπαδοπατέρες-μαριονέτες νταραβερτζίδες. Σύνδεσμοι εκτροφεία εγκληματιών. Και, τέλος, το «φίλαθλο κοινό», η διπολική μάζα ωχαδερφισμού και δενβαριέσαι, το οποίο στο γήπεδο-αρένα θα κάτσει να γουστάρει δίπλα στον μπερδεμένο που ουρλιάζει «Λευτεριά στ' αδέρφια μας», ατύπως νομιμοποιώντας τον, κι όταν μπει στο Facebook θα ζητήσει θανατική ποινή για τους ενόχους -δηλαδή κι άλλο αίμα. Ένα σύστημα που γεννά βία, ένα ντόμινο κλιμακωτής ευθύνης, μια κοινωνία που κανονικοποιεί το παράλογο.
Κανένας χούλιγκαν δεν γεννήθηκε χούλιγκαν, όπως κανένας δολοφόνος δεν γεννήθηκε δολοφόνος. Ο φανατισμός είναι μεν αγάπη για το υποκείμενο αλλά και μίσος για το αντίπαλο δέος. Και το μίσος δεν καραδοκεί κρυμμένο μέσα μας, αλλά γεννιέται κι εξαπλώνεται, λίγο το λίγο, σαν καρκίνος, απ' τον εγκέφαλο ώς τα χέρια, που τελικά οπλίζονται και βάφονται με αίμα.
Το τέρας εμείς το εκθρέψαμε, εμείς το εχθρέψαμε. Στην αρχή το υποβαθμίσαμε, το αγνοήσαμε, αδιαφορήσαμε. Μετά το παραγκωνίσαμε, το περιθωριοποιήσαμε, το γκετοποιήσαμε, το πληγώσαμε και το εξοργίσαμε. Οι 12 του Άλκη, οι 8 του Τόσκο, οι 5 του Νάσου, δεν γεννήθηκαν τέρατα. Γεννήθηκαν άνθρωποι, που όμως μεγάλωσαν δίχως αγάπη, δίχως την απαραίτητη προσοχή, με ανοχή κι όχι με αποδοχή. Παιδιά ενός κατώτερου Θεού, μιας κοινωνίας σε σήψη, ενός κακοποιημένου και κακοποιητικού συστήματος καταστολής, η άμμος -κι όχι το λάδι- στα σκουριασμένα γρανάζια της εξέλιξης. Εμπόδιο. Διαταραχή. Φλεγμονή. Πύον. Απόστημα.
«Πρέπει να θεραπευτεί το απόστημα κι όχι να σπάσει, για το καλό όλης της ελληνικής κοινωνίας. Το να σπάσεις ένα απόστημα με λερωμένα χέρια ξαναδημιουργεί το απόστημα», ήταν τα λόγια αυτού του αξιοθαύμαστου, κυριολεκτικά μελιστάλακτου παρότι πλέον αδειανού, ανθρώπου· του υπέροχου πατέρα του Άλκη. Ενός πατέρα που βίωσε το ασύλληπτο, που, αν και βούτηξε στο πένθος και στη συντριβή, στέκεται οδοδείκτης για όλους μας, πυξίδα ήθους κι ανδρειότητας, φάρος που στραφταλίζει στο σκότος της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Νιώσε τον πόνο, την αγωνία που ένιωσε ο Άλκης, θρήνησε όπως ο πατέρας του, σταμάτα να λερώνεις τα χέρια σου, γίνε λιθαράκι στο φράγμα, άλλαξε.
Γιατί θα σκοτώσεις κι άλλον.