Ορειβάτες Βέροιας. Στην κορυφή Γκόλα-Τσούκα του Πάικου
Ορειβατούμε ανάμεσα στις πλαγιές και νιώθουμε το φτερούγισμα της ψυχή μας στην αναπάντεχη συνάντηση με την ελευθερία. Η νεκρή φύση και ο ανοιξιάτικος καιρός με τους απίθανους χρωματικούς συνδυασμούς μάς δημιουργούν παραμυθένια διάθεση. Φύση χιονισμένη, μυστηριακή, ειδυλλιακή, πλανεύτρα.
Ξημερώνει…
Η πόλη της Βέροιας ξεδιπλώνεται νωχελικά κάτω από τα πόδια μου καθώς αγναντεύω από το μπαλκόνι το ξημέρωμα της μέρας, νωρίς ακόμη και κάνει κρύο.
Φύγαμε στις 7 το πρωί, 6 φίλοι ορειβάτες από τη Βέροια.
Περάσαμε τον Σταυρό και τον κάμπο της Αλεξάνδρειας (παλιότερα μια τεράστια λίμνη ). Αποξηράνθηκε την δεκαετία του 1930.
Τα μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα αποτυπώνουν τις όψεις του αιματηρού μακεδονικού αγώνα. Το διάστημα 1904 - 1908 η λίμνη αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πεδία του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού.
Λίγο χαμηλότερα η αρχαία Πέλλα. Χτίστηκε από τον Αρχέλαο Α΄ (413-399). Αναφέρεται πρώτη φορά από τον Ηρόδοτο, η Πέλλα όταν έγινε πρωτεύουσα ήταν μια παραλίμνια πόλη. Εδώ έζησαν τις τελευταίες τους μέρες ο Αθηναίος τραγικός Αγάθων και ο Ευριπίδης.
Παρέμεινε πρωτεύουσα μέχρι την κατάλυση του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους, οι οποίοι την λεηλάτησαν και μετέφεραν τους θησαυρούς της στη Ρώμη. Στο τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα έπεσε σε παρακμή.
Περάσαμε την γέφυρα που οδηγεί στην πόλη των Γιαννιτσών και τον ποταμό Λουδία. Ο Λουδίας ή Λυδίας κοινώς Μαυρονέρι, επί Τουρκοκρατίας καρά - Ασμάκ, πηγάζει από τα όρη Βέρμιο και Βόρα. Τα νερά του διασχίζουν την πεδιάδα των Γιαννιτσών και καταλήγουν στον Θερμαϊκό κόλπο.
Λίγο ψηλότερα φάνηκε η πόλη των Γιαννιτσών, η πόλη του κάμπου όπως θέλει να ονομάζεται τα τελευταία χρόνια.
Κτισμένη στις παρυφές του Πάικου και τον κάμπο των Γιαννιτσών σε υψόμετρο 40 μ. η πόλη με την πλούσια ιστορία μας υποδέχεται ήσυχη χωρίς ιδιαίτερη κίνηση. Η περιοχή κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή ( τέλη 7ης χιλιετίας ).
Τα Γιαννιτσά ή Γενιττζέ Βαρδάρ ήταν το ιερό κέντρο των Γιουρούκηδων που έφερε στη Μακεδονία το 1385 ο Τούρκος στρατηλάτης Αχμέτ Εβρέν.
Πρωτεύουσα του ομώνυμου καζά, ( ο καζάς είναι μικρή διοικητική και δικαστική περιφέρεια) που την προτιμούσαν για την παραμονή τους οι τουρκικές αρχές.
Κατά την Τουρκοκρατία, η πόλη έγινε πνευματικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων.
Ο Γαζή Αχμέτ Εβρενός γεννήθηκε στο Παλιόκαστρο (σημερινό Μπαλίκεσιρ) της Τουρκίας το 1288. Τουρκομάνος στην καταγωγή.
Αρχικά η οικογένεια του υπηρετούσε τους Βυζαντινούς μεταξύ 1302- 1361. Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τον Ορχάν Γαζή (Γαζής = νικητής), η οικογένεια του εξωμότησε και άρχισε να υπηρετεί τους Οθωμανούς.
Μαζί με τον Σουλεϊμάν πασά τον γιο του Ορχάν Γαζή κατέκτησαν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Ρούμελη και τα Βαλκάνια. Οι υπηρεσίες του αμείφθηκαν με πλούσιες δωρεές, κυρίως με αχανή κτήματα στη Μακεδονία και στη Βουλγαρία.
Πέθανε στις 17 Νοεμβρίου 1417 στα Γιαννιτσά σε ηλικία 129 ετών. Ετάφη στο μαυσωλείο Γαζή Εβρενός.
Το 2006 κατά τη διάρκεια εργασιών αναστήλωσης βρέθηκε ανθρώπινος σκελετός που εικάζεται ότι ανήκει στον Οθωμανό στρατηλάτη.
Υπήρξε το επίκεντρο του μακεδονικού αγώνα στις αρχές του 20ου αιώνα.
20 Οκτωβρίου 1912 η πιο φονική μάχη των βαλκανικών πολέμων και ίσως η πιο σημαντική έγινε εδώ στην πεδιάδα των Γιαννιτσών.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους εκτέλεσαν 112 πολίτες, ανάμεσα στους εκτελεσθέντες που υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια πριν εκτελεστούν ήταν και ο δήμαρχος Θωμάς Μαγκριώτης.
Φθάσαμε στο Ελευθεροχώρι χτισμένο στους πρόποδες του Πάικου.
Αναγνωρίστηκε σε μαρτυρικό χωριό τώρα τελευταία στις 17 Αυγούστου 2009, κατά τη γερμανική κατοχή στις 23 Αυγούστου 1944, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 19 χωριανούς ανάμεσα τους και δυο βρέφη.
Από τα πιο δασωμένα βουνά της Ελλάδος και αυτό εύκολα το αντιλαμβάνεσαι όταν περιπλανηθείς στις κατάφυτες πλαγιές του. Τώρα μπροστά μας ξεπροβάλλει περήφανα ο ορεινός όγκος του βουνού. Στο βουνό υπάρχουν 4.500 στρέμματα καστανιές, τα 2.500 είναι καλλιεργήσιμα.
Οξιές, πεύκα, δρυς, κέδροι, ιτιές, λεύκες και σημύδες. Αραιότερα συναντώνται πλατάνια και μηλιές.
Πλούσιο σε φτέρες και μεγάλη ποικιλία μανιταριών. Στο βουνό καταμετρήθηκαν 57 διαφορετικά είδη πεταλούδας. Ξεχωριστή θέση στην πανίδα του βουνού είναι το αγριογούρουνο που συναντάται σε όλο το Πάικο, ακόμη ζουν σε μικρούς αριθμούς, ζαρκάδια, αλεπούδες και λύκοι.
Άφθονα ποτάμια και ρέματα κυλούν όλο το χρόνο και δίνουν ζωή στην περιφέρεια και στα γύρω χωριά.
Πέρα μπροστά μας απλώνεται η απεραντοσύνη του βουνού.
Το όνομα του όρους Πάικο προέρχεται από το σλαβικό pajak που σημαίνει αράχνη. Όνομα ταιριαστό αν αναλογιστείς πως απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση που θυμίζει ιστό αράχνης.
Αφήνουμε τα αυτοκίνητα, πήραμε το δασικό δρόμο, σε λίγο χανόμαστε στο μονοπάτι.
Μπήκαμε στο δάσος. Κάθε ίχνος ανθρώπινου πολιτισμού σταματά εδώ. Το βουτηγμένο στην καταχνιά δάσος, με τη μοναξιά και την ησυχία των δένδρων μας έχει συνεπάρει, η δροσιά του πρωινού μας ταξιδεύει……!
Ανεβαίνουμε ψηλότερα η υγρασία σιγά- σιγά διαλύεται το κρύο όμως παραμένει. Ο χλωμός ανοιξιάτικος ήλιος βγήκε πίσω από τις βουνοπλαγιές και ένα παγωμένο βοριαδάκι μάς τρυπάει τα κόκαλα.
Ορειβατούμε σε πυκνό δάσος οξιάς, στα δεξιά μας το μονοπάτι ανηφορίζει μέσα από δασωμένη πλαγιά. Ανεβαίνουμε χαμηλή χλόη και πυκνή βλάστηση μας ταλαιπωρούν για λίγο διάστημα, φθάσαμε σε ξέφωτο.
Τώρα η διαδρομή γίνεται συναρπαστική. Ορειβατούμε κάτω από το χρυσαφί θόλο των δένδρων, το μονοπάτι στρωμένο με ένα παχύ στρώμα από φύλλα και σε κάθε μας βήμα ακούμε το θρόισμα τους.
Μας υποδέχεται μια ομορφιά παραμυθένια, τρεχούμενα νερά μικροί καταρράκτες και αγριοκαστανιές μας αποκαλύπτουν απόκρυφες ομορφιές.
Λόγω της γεωμορφίας του εδάφους και των εναλλασσόμενων ορεινών όγκων ο δασικός δρόμος είναι ιδιαίτερα στενός, επικίνδυνος και γεμάτος απότομες στροφές που εφάπτονται με απότομες χαράδρες.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής όπως πεζοπορούμε, κοφτές πλαγιές και δένδρα γυμνά από φύλλωμα μας περιτριγυρίζουν. Ξαφνικά ένα πέπλο ομίχλης μας τύλιξε μαζί με ελαφρά χιονόπτωση. Ανεβαίνοντας ψηλότερα το χιόνι τριγύρω, μας ταλαιπωρεί, όμως η ομάδα σήμερα είναι αποφασισμένη να φθάσει ψηλά στην κορυφή.
Όλο αυτό το σκηνικό μας δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου.
Ορειβατούμε ανάμεσα στα αγριολούλουδα, στη δασωμένη πλαγιά ανάμεσα σε γέρικες καστανιές και σε φρέσκο χιόνι.
Λίγο ψηλότερα το δάσος αραιώνει και το μονοπάτι με τα κόκκινα σημάδια, πιάνει την κύρια κορυφογραμμή του βουνού, το χιόνι όλο και περισσότερο.
Ανεβαίνουμε τώρα στην πλευρά του γυμνού βράχου λίγο πριν την κορυφή. Μονοπάτι ανηφορικό ανάσες βαριές, ίσως το δυσκολότερο σημείο της διαδρομής.
Πλησιάζουμε το πέτρινο κιόσκι, από εδώ ψηλά η ομίχλη καλά κρατεί. Δεν μπορέσαμε να αγνατεύσουμε, κάτω χαμηλά τη Γουμένισσα και τα τελευταία χωριά Γρίβα και Καστανερή.
Μια ανάσα πριν την κορυφή.
Η κορυφή ξεπροβάλλει χιονισμένη με ένα παγωμένο βοριαδάκι να μας ταλαιπωρεί.
Ορειβατούμε τώρα σε ένα τοπίο τυραννισμένο από τον χειμώνα, με μια αραιή χιονόπτωση να μας ακολουθεί.
Μετά από μια δύσκολη πορεία με αναβάσεις και καταβάσεις μέσα από παρθένο πυκνό δάσος, σε δασικό δρόμο με πανύψηλες οξιές και αγριοφουντουκιές -με αρκετό χιόνι στις πλαγιές της κορυφής - φθάσαμε επιτέλους στην κορυφή. To όνομα της (γκόλα - τσούκα) στα σλάβικα gola σημαίνει γυμνή – φαλακρή κορυφή.
Να’μαστε τώρα μόνοι εμείς, να απολαμβάνουμε τη σιωπή της περιοχής από εδώ ψηλά.
Καλλιεργήσιμη γη -κάτω χαμηλά- με οπωροφόρα δένδρα που πρασινίζουν και ανθίζουν την Άνοιξη και θα δημιουργήσουν υπέροχες χρωματικές αντιθέσεις με τους ασβεστολιθικούς βράχους της περιοχής.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής ο δρόμος μακρύς η κούραση στο κατακόρυφο. Μετά από μια πολύωρη πορεία 5 ωρών φθάσαμε στα αυτοκίνητα.
Αφήσαμε πίσω μας τον θαυμαστό κόσμο της άγριας ζωής, την ηρεμία και τη γαλήνη της φύσης.
Αργά το απομεσήμερο φθάσαμε στη Βέροια η πόλη απλώνει τη μελαγχολική αγκαλιά της στις καφετέριες και στις ταβέρνες…
Για τους Ορειβάτες Βέροιας
Τσιαμούρας Νικόλαος