Τέμπη. «Μη μιλάμε για ανθρώπινο λάθος. Γι’ αυτό υπάρχουν οι δικλείδες ασφαλείας»
Στο πένθος έχει βυθιστεί το πανελλήνιο έπειτα από την πολύνεκρη τραγωδία στα Τέμπη, η οποία προκλήθηκε από τη μετωπική σύγκρουση δύο αμαξοστοιχιών και οδήγησε περισσότερους από 44 ανθρώπους στον θάνατο.
Την ώρα που η δραματική επιχείρηση διάσωσης στα χαλάσματα των τρένων συνεχίζει και βρίσκεται σε εξέλιξη και οι απελπισμένοι συγγενείς προσπαθούν να μάθουν νεότερα για τους δικούς τους ανθρώπους, πληθαίνουν τα ερωτήματα για τα αίτια του δυστυχήματος.
Όπως εξηγούν ειδικοί πραγματογνώμονες στο Newsbomb.gr, στο πρωτοφανές αυτό δυστύχημα, δεν στοίχισε μόνο το ανθρώπινο λάθος αλλά μια σειρά από παραλείψεις στον σχεδιασμό του σιδηροδρομικού δικτύου.
«Δεν είναι σωστό να εστιάσουμε στο ανθρώπινο λάθος. Γι’ αυτό υπάρχουν οι ασφαλιστικές διατάξεις και οι δικλείδες ασφαλείας, σε οποιαδήποτε συστήματα που λειτουργούν», εξηγεί από την πλευρά του ο πραγματογνώμονας εισαγγελίας και τεχνικός σύμβουλος ασφάλειας εργασίας και εγκαταστάσεων, Γιώργος Περιβολιώτης.
Όπως τονίζει, είναι απαραίτητος ο προσχεδιαμός και η εφαρμογή ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να μειώσουν το ενδεχόμενο ατυχήματος: «Εμείς ως μηχανικοί έχουμε τις ασφαλιστικές διατάξεις για το ανθρώπινο λάθος. Στην προκειμένη περίπτωση δεν λειτούργησαν ή δεν υπήρχαν. Σε ένα σύστημα όταν σχεδιάζουμε για να λειτουργήσει πρέπει να εξετάσουμε τα πιθανά σενάρια που μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα και στην προκειμένη περίπτωση, ατύχημα. Ανάλογα με τα μέτρα που θα πάρουμε ορίζουμε και τον βαθμό της ασφάλειας, π.χ. 80%».
Αντίθετα ο κίνδυνος δεν είναι μετρήσιμος, όπως αναφέρει ο κ. Περιβολιώτης υπογραμμίζοντας πως «ό,τι μέτρα δεν παίρνω ή δεν ερευνώ αν χρειάζεται για να τα πάρω, αναλαμβάνω τον πιθανό κίνδυνο».
Όσο για το δυστύχημα στα Τέμπη, ο πραγματογνώμονας εξηγεί ότι μιλάμε για ένα τραγικό ανθρώπινο λάθος το οποίο βέβαια μπορεί κάποια στιγμή να συμβεί, αλλά από εκεί και πέρα πρέπει να αναζητηθούν τα τεχνικά μέσα που θα μπορούσαν να προειδοποιήσουν τους οδηγούς ή τους αρμόδιους για το εν λόγω πρόβλημα.
«Για μένα ως μηχανικό, το λάθος μπορεί να γίνει, αλλά δεν μπορεί για 15 λεπτά δύο τρένα να κινούνται στην ίδια ράγα και να μην μπορεί να εντοπιστούν. Δηλαδή να μην υπάρχει ένα στοιχείο που να δίνει την απαραίτητη πληροφορία. Το ότι δεν υπάρχει η πληροφόρηση για κάτι που πάει στραβά, δυστυχώς, δημιουργεί αυτό το αποτέλεσμα.», επισημαίνει ο κ. Περιβολιώτης.
Σε κάθε περίπτωση ο πραγματογνώμονας θέτει σαφή ερωτήματα για τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε το λάθος από τον 59χρονο σταθμάρχη.
«Είναι και ένα άλλο κομμάτι το οποίο θα πρέπει να εξετάσουμε: Είχε την εκπαίδευση και την υποδομή που έπρεπε; Οι συνθήκες δουλειάς του ήταν αυτές που έπρεπε; Μου λένε ότι ήταν πιεσμένος γιατί έκανε κάτι άλλο... Τα προβλήματα προκαλούνται από την πίεση εργασίας και οδηγούμαστε σε λάθος. Αλλά σε λάθος μπορεί να οδηγηθεί και ο καλός και ο κακός εργαζόμενος», εξηγεί.
Καθώς τα δύο τρένα φαίνεται να είχαν αναπτύξει ταχύτητα κοντά στα 160 χιλιόμετρα όπως είναι το όριο που επιβλέπει το εγχειρίδιο κυκλοφορίας στο συγκεκριμένο σημείο, οι οδηγοί δεν θα μπορούσαν να αντιδράσουν με κάποιον τρόπο για να αποφευχθεί η σύγκρουση, διευκρινίζει ο κ. Περιβολιώτης.
«Ας μην γελιόμαστε, η μόνη επαφή θα μπορούσε υπάρξει μεταξύ των τρένων είναι η οπτική. Αν ήταν στην ευθεία στα 200 μέτρα, με τον όγκο που έχουν οι αμαξοστοιχίες, η αδράνεια με αυτή την ταχύτητα είναι τεράστια. Δεν υπάρχει περίπτωση να φρενάρουν αποφασιστικά».
Η επένδυση στα μέτρα ασφαλείας, όπως ανέφερε ο Γιώργος Περιβολιώτης, είναι απαραίτητη και δεν μπορεί το κόστος να στέκεται εμπόδιο ώστε να προχωρήσουν οι διαδικασίες.
«Ακόμα και ο έλεγχος να γίνει στο δίκτυο, πρέπει κάποιος να πληρώσει. Και ύστερα πρέπει να πάρει μέτρα και να επενδύσει. Τα μέτρα μπορεί είναι μια πολύ καλή σηματοδότηση με αισθητήρες, αλλά όλα αυτά χρειάζονται μια επένδυση. Είναι επένδυση ασφάλειας. Δεν σου αποδίδει άμεσα αλλά μακροπρόθεσμο με την αποτροπή ενός ατυχήματος», τονίζει χαρακτηριστικά.
«Κάποια στιγμή θα γίνει το λάθος. Αν δεν έχω πάρει ασφαλιστικές δικλείδες είναι οργανωτικό-διοικητικό το θέμα. Αν υπάρχουν και δεν τις έχω συντηρήσεις, πάλι είναι οργανωτικό-διοικητικό», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Ο κ. Περιβολιώτης απευθύνει ουσιαστικά έκκληση για εφαρμογή περισσότερων ασφαλιστικών δικλείδων αλλά και σωστή λειτουγία όσων μηχανισμών υπάρχουν ήδη.
«Εάν αφήσουμε την κατάσταση ίδια και αύριο το τρένο ξεκινήσει πάλι, έχουμε την ίδια πιθανότητα να γίνει το σφάλμα. Μπορεί να γίνει αύριο, μπορεί να γίνει και σε 20 χρόνια. Εκεί αναλαμβάνει αυτός που αποφασίζει την ευθύνη του κινδύνου. Αν το ξέρει. Αν δεν το ξέρει είναι ακόμα χειρότερο οργανωτικά γιατί δεν έχει φροντίσει να υπάρξουν οι απαραίτητοι μηχανισμοί», τονίζει.
Στις παραλείψεις του ασφαλιστικού μηχανισμού εστιάζει και ο μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος- μηχανικός, ειδικός πραγματογνώμονας, Χρήστος Γκλαβόπουλος.
«Τέτοια ατυχήματα δεν πρέπει να αποδίδονται σχεδόν ποτέ σε ανθρώπινο λάθος αλλά σε σχεδιαστικό λάθος, σχεδόν πάντα. Το ανθρώπινο λάθος είναι αναμενόμενο να γίνει, αλλά το θέμα είναι κατά πόσο το σύστημα επιτρέπει να συνεχίσει να υφίσταται», αναφέρει.
Ακόμα και μετά από το σφάλμα του σταθμάρχη, ο κ. Γκλαβόπουλος εξηγεί ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια δικλείδα ασφαλείας που να ενημερώνει ότι κάτι πήγε στραβά: «Δεν ξέρουμε γύρισε τον διακόπτη, αν γύρισε τον διακόπτη και κόλλησε... θα έπρεπε να υπάρχει ένα feedback που να λέει πήγε στη θέση του ή όχι. Το περιβάλλον λειτουργίας ήταν ανασφαλές ως είχε και για αυτό υπήρξε το πρόβλημα».
Όσο για την ευθύνη για τις υποδομές και τη διαχείριση του σιδηροδρομικού δικτύου, αυτή ανήκει στον ΟΣΕ, υπογραμμίζει ο κ. Γκλαβόπουλος.
«H Hellenic Train είναι αυτή που βάζει τα βαγόνια και πληρώνει τον ΟΣΕ αντίτιμο για τη χρήση των γραμμών. Δεν έχει καμία ευθύνη. Οι εντολές που παίρνει είναι συνέχισε ευθεία. Θα συνεχίσεις ευθεία, δεν μπορείς να κάνεις κάτι», προσθέτει.
Σε κάθε περίπτωση, εξηγεί πως τίποτα δεν λειτούργησε σωστά αλλά ούτε και οι οδηγοί φαίνεται πως αντέδρασαν στην εντολή για αλλαγή γραμμής από τον σταθμάρχη
«Δεν φαίνεται να λειτούργησε τίποτα. Σημαντικό είναι ότι οι οδηγοί της αμαξοστοιχίας όταν άλλαξαν κατεύθυνση και τους έβαλαν στη γραμμή καθόδου, έπρεπε να μιλήσουν στον σταθμάρχη και να ρωτήσουν γιατί άλλαξαν γραμμή», κατέληξε ο πραγματογνώμονας.