Μια ‘Ελπίδα’ στη ΜΕΘ Παίδων. Της Ελπίδας Χοχλιούρου-Λαζαρίδου*
Για να μην ξεχνάμε ότι πίσω από τις ιατρικές ποδιές και κάτω από τις μάσκες χειρουργείου βρίσκονται άνθρωποι, ζητήσαμε από μία αγωνίστρια της πρώτης γραμμής του ΕΣΥ να αποτυπώσει μερικές σκέψεις για τη ζωή της μέσα σε μία Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Παίδων.
Είναι και εκείνες οι στιγμές που ο χρόνος τρέχει να προλάβει, να ξεχάσει, να αλλάξει, να φύγει από το τώρα, το σήμερα, να ξεφύγει στο λίγο μετά, μήπως και οι καταστάσεις βοηθήσουν…
Και άλλες στιγμές, που μένει κολλημένος ώρες ατέλειωτες σε μία ρουτίνα απλή αλλά διασκεδαστική, σύνθετη, αλλά γνωστή και εύκολα πραγματοποιήσιμη, χωρίς να θες να πάρεις τα μάτια σου – τη σκέψη σου- από εκείνη τη μικρή «χρυσή» στιγμή, που για κάποιο μαγικό λόγο σε παρασύρει και σε μεθάει.
Πώς γίνεται αυτό ; Πώς γίνεται να θες τα πάντα και το τίποτα ταυτόχρονα;
Να νοιώθεις σαν το πιο σπουδαίο εξερευνητή του κόσμου, συνοδοιπόρος του Κολόμβου, ανακαλύπτοντας νέους κόσμους και λίγο πριν και μετά να μην μετράει καμία έννοια πια;
Είναι στιγμές εκεί μέσα, που ο ήλιος λούζει με το φως του κάθε πιθαμή, δίνει ζωή στους τοίχους, στην οροφή, στις πόρτες που τόσο αγωνιωδώς ανοιγοκλείνουν, στα τηλέφωνα που ακατάπαυστα χτυπούν, για μία θέση …. εδώ στον ήλιο…
Και άλλες φορές, ο ίσκιος του ψηλού βουνού παγώνει την ατμόσφαιρα. Τί κι αν προσπαθείς να ψάξεις τη ζεστασιά του ήλιου… δε μπορείς. Βαρετή η ατμόσφαιρα, μουντοί οι τοίχοι, βουβά στους χτύπους τα τηλέφωνα και ο γδούπος από τις πόρτες δεν ακούγεται. Πόσο βαριά Θεέ μου η ύπαρξή μας τούτη τη στιγμή. Πόσο να σηκώσει, πόσο να αντέξει…
Απέραντη θάλασσα μπροστά μας, μία τρικυμία, μια που τη γαληνεύει και ηρεμεί μαζί της και η ψυχή του ανθρώπου.
« Έστιν δε θάλασσα τις δε νυν κατασβέσει;»
Και εμείς «μικροί ναυαγοί» προσπαθώντας να πιαστούμε από τα συντρίμμια της. Πολλοί το παλεύουν, πολλοί το νικούν, κάποιοι το καταλαβαίνουν, άλλοι πάλι παρασύρονται από τη γαλάζια ομορφιά της και χάνονται.. και άλλοι μπλέκουν σε νέες περιπέτειες ξεχνώντας τις παλαιές.
Έτσι είναι οι άνθρωποι. Φτιαγμένοι από υλικά με ημερομηνία λήξης. Όσο παλεύουν, τόσο ξεχνούν. Όσο το μυαλό καταπιάνεται με κάτι, «μπλέκει» επινοεί, δημιουργεί, προχωρά παρακάτω… αγοράζει άλλα υλικά, για νέες πρωτότυπες συνταγές με μεράκι και γούστο, ανάλογα πάντα με τη διάθεσή του.
Είναι στιγμές που δε μπορείς να τις επαναφέρεις στο μυαλό σου όσο κι αν προσπαθήσεις. Όμορφα, δύσκολα, απαλά, τραχιά λόγια… δεν θυμάσαι. Μόνο κάτι από τη γεύση τους έχει μείνει εκεί στην άκρη του μυαλού. Κανείς δε μπορεί να το αλλάξει, να το αλλοιώσει, να το μεταλλάξει…, κανείς.
Μόνο ο Θεός κάπου-κάπου βάζει λίγο από τις πινελιές του για να τα καταφέρεις. Άλλες πολύχρωμες πινελιές… έτσι για να βελτιώσει και εσένα μαζί και να σε χαροποιήσει και άλλες μαύρες, για να σε προσγειώσει.. για το καλό σου πάντα..
Είναι στιγμές που ο χώρος μπορεί να σε πλανέψει. Έχεις μεγάλη δύναμη «Εσύ» να γυρίσεις, να φέρεις τα πάνω κάτω. Να φέρεις πίσω το λευκό γλάρο.. που αποφάσισε να ξεκινήσει το ταξίδι προς τη θάλασσά του…
Δεν είναι μακριά άλλωστε…
Όχι, όχι, δεν θα τον αφήσεις να φύγει, να απομακρυνθεί. Πρέπει να μείνει κοντά σου, κοντά μας. Δεν ήρθε η ώρα του για το ταξίδι… μάλλον αργεί, μάλλον βιάστηκε.
Και «ΕΣΥ» μπορείς να τον κρατήσεις. Και κάπου εκεί μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου το μυαλό σου ξεφεύγει. Παύει να λειτουργεί με γνώμονα τη λογική. Είσαι ΔΥΝΑΤΟΣ λες, και το πιστεύεις. Πάρε λοιπόν τη μαύρη σου πινελιά γιατί «ΕΣΥ» δεν κάνεις τίποτα…
Και όμως… είναι στιγμές που εκείνο το φως ζεσταίνει όλο το κορμί σου. Μία Θεία τόσο μαγευτική αύρα κατακλύζει κάθε σου κύτταρο. Είναι ο Θεός που σε οδηγεί. Σαν μέντοράς σου ξέρει τα πάντα. Σου δείχνει κάθε κρυφό μονοπάτι στην αβεβαιότητα και σύγχυσή σου. Μείνε ήρεμος σου λέει, γνωρίζεις, τώρα μπορείς να τα καταφέρεις, τώρα ΝΑΙ έχεις τη δύναμη να σταματήσεις τούτο το ταξίδι…
Πάρε λοιπόν λίγες από τις πολύχρωμες πινελιές και δημιούργησε το δικό σου καμβά, μα μην ξεχνάς. Σου τα΄δωσε τα χρώματα. Δεν είναι δικά σου. Στα χάρισε, για να βάψεις. Στα δώρισε, δεν είναι δικά σου…
Και όταν αυτό το καταλάβεις τότε η παλέτα σου δεν τελειώνει ποτέ. Γεμίζει νέα χρώματα, πόσα πολλά χρώματα.
Μα τί συνδυασμοί απρόβλεπτοι προκύπτουν Θεέ μου! Πού ήταν κρυμμένα τόσα χρώματα, πού ήταν κρυμμένη τόση χαρά;
Είναι στιγμές που ο χώρος μοιάζει τόσο μικρός. Τόσοι άνθρωποι μέσα σε τούτο τον χώρο. Ο ένας προς τα εδώ, ο άλλος προς τα εκεί, βήματα μπλέκουν λόγια μπερδεύονται, τακτικές χάνουν τον δρόμο τους. Σαν τα καλώδια των τηλεφώνων στα κουτιά, πόσα πολλά μαζί, πόσο μπερδεμένα, πόσο περίεργα βρίσκουν την πορεία τους, πόσο μαγικά επιτελούν τον σκοπό τους. Έτσι και εμείς… τόσο διαφορετικοί, τόσο μοναδικοί, άλλες ιδέες, άλλα πιστεύω, άλλες ταχύτητες και προορισμοί ζωής.. μα ένας κοινός στόχος μέσα σε τούτο τον χώρο. Να τραβήξουμε λίγο τη προσοχή της ζεστασιάς, τη λογική της γνώσης, την πρακτική της βεβαιότητας. Να κάνουμε όλοι παρέα, καθένας με τον τρόπο του στη λύπη και την στενοχώρια, να μην προλάβει να ανθίσει. Όχι, όχι, πρώτα να ρίξουμε λίγο από το φάρμακό μας, εκείνο το «θεραπευτικό» και ύστερα να ανθίσει.
Από αγκάθι βγαίνει ρόδο. Τούτος είναι ο σκοπός. Δεν θα το κόψουμε το αγκάθι και ας πονάει. Όχι δεν θα το αφανίσουμε, γιατί λίγο πιο κάτω μέσα από πέτρες και χώματα θα βγει ένα ακόμη και άλλο και άλλο…
Μπορεί και να είναι όμορφο το αγκάθι τελικά. Μην το αφήσεις όμως να σε τσιμπήσει. Θα σε πονέσει, θα βγάλει αίμα, θα σου αφήσει μία πληγή.
Να, αυτή η παρέα κάνει θαύματα λοιπόν… και από αγκάθι βγαίνει ρόδι.
Η λύπη και η στενοχώρια μπορεί να αλλάξει. Είναι και εκείνα τα φάρμακα που δεν τα βρίσκεις στα συρτάρια και στα ράφια. Δεν υπάρχουν στα φαρμακεία, άφαντα είναι εκεί. Είναι αλλού, στη γλύκα της φωνής σου, στην υπομονή σου να ακούσεις, στην αποφασιστικότητά σου να θυσιαστείς, στο χέρι που προσφέρεις για να απαλύνεις την πληγή του άλλου.
Μην το ξεχάσεις τούτο το φάρμακο ποτέ σε εκείνο τον χώρο. Είναι πιο δυνατό από οτιδήποτε άλλο. Είναι οι ασθενείς μετρημένοι μπροστά σου, μικρά παιδιά, με όνειρα, με προσδοκίες, με δεσμεύσεις απέναντι στη μοίρα της ζωής.
Είναι και οι άλλοι «ασθενείς» έξω από τούτη την πόρτα. Και το μόνο που αναζητούν είναι αυτό το δεύτερο φάρμακο, για να τους τονώσει λιγάκι.
Μην το ξεχνάς το φάρμακό σου…
Είναι στιγμές που μια γλυκιά ματιά τα κάνει όλα τόσο διαφορετικά. Ένα μικρό πουλάκι ανοίγει τα φτερά του και βγαίνει από το βαθύ του ύπνο. Και έχει ξεχάσει πώς θα κουνήσει τα φτερά του, πώς θα πετάξει άραγε;
Μόνο του είναι, ξύπνησε, και είσαι εσύ μπροστά του. Ψάχνει οικεία πρόσωπα, γνώριμα…μα είσαι εσύ κοντά του. Κρέμεται από τα δικά σου μάτια, είσαι κάτι από το φως του σε αυτή την περίεργη και άχαρη διαδρομή. Ορκισμένος πρόσκοπος να φτάσεις στο τέλος αυτής της δαιδαλώδους διαδρομής. Χρησιμοποιείς κάθε μέσο προκειμένου να τα καταφέρεις.
Και ύστερα, στέκεσαι στην άκρη του γκρεμού και εκείνο το μικρό πουλί θα φύγει. Πόσο όμορφο το θέαμα. Πόσο συγκλονιστικό!!!
Είσαι μία μικρή ώθηση στο πίσω μέρος των φτερών του. Θέλεις και εσύ να πας μαζί του. Πόσο πολύ θέλεις να πετάξεις, να δεις τον κόσμο από ψηλά, να νιώσεις τον καθαρό αέρα να σου χτυπάει το πρόσωπο!
Είναι και εκείνες οι στιγμές που ένα μικρό χεράκι σε κάνει να συλλογίζεσαι τόσο διαφορετικά. Ένα μικρό τοσοδά χεράκι, περνάς πλάι του και σε κρατάει.
«Μείνε μαζί μου, μίλησέ μου, δείξε μου λίγο προσοχή, διάβασέ μου ένα παραμύθι, κάνε με να γελάσω».
«Έχω τόσο ανάγκη να μη φοβάμαι», σου λέει εκείνο το χεράκι.
«Μείνε δίπλα μου, μέχρι… μέχρι να τα καταφέρω». Και εσύ απλώνεις το χέρι σου και αφήνεσαι στη μαγεία της στιγμής.
Είσαι η μητέρα του που αγωνιά έξω από την πόρτα, ο πατέρας του που σκέφτεται με ποιό τρόπο θα στηρίξει όλη αυτή τη δυσκολία, ο-η αδελφός που περιμένει με ανυπομονησία να γυρίσει στο σπίτι για λίγο παιχνίδι.
Είσαι μία ολόκληρη οικογένεια που έφυγε η γη κάτω από τα πόδια της και ψάχνει κάπου να προσγειωθεί με ασφάλεια. Λίγο έδαφος να πατήσει, μία άγκυρα να δέσει, ένα λιμάνι να αράξει για λίγο, μέχρι να συνειδητοποιήσει πώς έγινε, τί έγινε, τί θα ακολουθήσει. Είσαι για εκείνο το μικρό χεράκι όλος ο κόσμος, μία γέφυρα του σήμερα με το αύριο, του τώρα με το μετά. Μια γέφυρα ζωής κι ας μη το ξέρεις…
Και όταν ο ήλιος ρίχνει λίγο από τη λάμψη του σε τούτο το κρεβάτι και δεν χρειάζεται να απλώνεις το χέρι σου για να απαλύνεις πρώτα την ψυχή σου, όλα έχουν θετική εξέλιξη.
Αν όμως…
Τότε τα χάνεις. Πάει λογική, πάει και καρδιά. Θέλεις να υψώσεις μια σκάλα ψηλά – ίσαμε τον ουρανό και πιο ψηλά, να ανέβεις κάπου εκεί ανάμεσα στα σύννεφα. Έτσι επιπόλαια και στιγμιαία, ζητάς μία ακρόαση από τον ίδιο το Θεό. Χωρίς να θες, απαιτείς μία εξήγηση. Γιατί έτσι και όχι αλλιώς…; Γιατί;
Απάντηση δε θα λάβεις, δεν υπάρχει. Γιατί ένας Άγγελος είναι ότι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί. Γιατί ένας Άγγελος είναι ένα δώρο, Πώς μπορείς να το καταλάβεις; Πόσο αδύναμος είσαι για να το δεχτείς. Πόσο μάταια είναι όλα τα υπόλοιπα. ΓΙΑΤΙ;;;
Υπάρχουν στιγμές που το μικρό χεράκι θα πάρει εξιτήριο. Σε ένα φορείο έτοιμο προς παράδοση για ένα τμήμα του ίδιου Νοσοκομείου ή άλλου Νοσοκομείου.
Τόση αγωνία να τελειώσει αισίως η παραπάνω διαδικασία. Να έρθει το «Χαμόγελο του παιδιού» και να χαρίσει όλα τα χαμόγελα του κόσμου.
Ένας νέος κόσμος ανοίγεται, μία νέα ζωή ξεκινάει.
Ένα χεράκι άλλες φορές δειλά, αλλά εγκάρδια, σηκώνεται για να σε αποχαιρετήσει.
Άλλες φορές δυναμικά και αποφασιστικά και άλλες φορές αυτό το πονεμένο χεράκι, με τα τόσα τσιμπήματα, το πληγωμένο χεράκι, το τυλιγμένο σε άσπρες γάζες και επιδέσμους και άπειρα όνειρα «γεμάτο» χεράκι , θέλει μόνο να φύγει, να εξαφανιστεί. Κι όμως κατά βάθος και αυτό σε ευγνωμονεί για όλα όσα έχεις κάνει.
Τότε πράγματι γίνεσαι ανάλαφρο πούπουλο και η αμέτρητη χαρά σου σε πάει πέρα δώθε, σε ζαλίζει, σε στροβιλίζει και λίγο λίγο σε ρίχνει ξανά κάτω, γιατί κάτι ακόμη σε περιμένει λίγο παρακάτω.
«Για λίγο αφήσου να ξεκουραστείς πάνω μου» φωνάζει το λευκό πούπουλο, μα μην ξεχαστείς… σε λίγο όλα θα έχουν χαθεί. Μία μικρή κολοκύθα Σταχτοπούτας παίρνει σάρκα και οστά, ζεις μέσα στο παραμύθι σου και λίγο πριν τις δώδεκα, το ρολόι χτυπά και η κακιά νεράιδα με το μαύρο, στυγερό ραβδί της τα επαναφέρει όλα στο πριν.
Κέρδος και αυτό. Μην σε στενοχωρεί, μη σε θλίβει. Πόσο τυχερός μπορείς να είσαι;
Έστω και για λίγο έζησες το όνειρο. Φόρεσες την αστραφτερή βραδινή φορεσιά σου, το υπέρλαμπρο στέμμα σου!!! Πρόλαβες να πρωτοστατήσεις και στον τιμητικό χορό της βραδιάς. Πήρες μαζί σου όλες τις γεύσεις της στιγμής και τις έκλεισες στο πιο πολύτιμο κουτί της καρδιάς σου. Τους κωδικούς για να το ανοίξεις, τους γνωρίζεις μόνο εσύ. Πόσο πολύτιμο τούτο το δώρο!
Πόσο πολύτιμο είναι να αυξάνει κανείς τους θησαυρούς της καρδιάς του! Κάθε πετράδι που προσθέτεις κάνει όλα τα προηγούμενα πιο λαμπερά, κάθε διαμάντι της συλλογής σου είναι αναντικατάστατο και διαφορετικό.
Είσαι το πιο ευλογημένο άτομο στον κόσμο. Μετράς άπειρους θησαυρούς. Πόση ευτυχία μπορείς να μετρήσεις Θεέ μου!
Πόση χαρά μπορείς να βιώσεις!!!
Πόσο άνθρωπος μπορείς να είσαι!!!
*H Ελπίδα Χοχλιούρου-Λαζαρίδου είναι Παιδίατρος-Εντατικολόγος- Νεογνολόγος, Εξειδ/σα Λοιμωξιολογίας Γ΄Π/Δ Α.Π.Θ., στη ΜΕΘ Παίδων του Ιπποκράτειου Θεσσαλονίκης.