Βέροια. Στην επιφάνεια παλιά υπόθεση κακοποίησης γυναίκας γιατρού από τον σύζυγό της
Το θέμα της προ ετών κακοποίησης μιας γιατρού εργαζόμενης στο νοσοκομείο Βέροιας από τον σύζυγό της, επίσης γιατρό, έρχεται στην επιφάνεια εκ νέου, με αφορμή τα πρόσφατα πολλαπλά περιστατικά κακοποίησης γυναικών, αλλά και το γεγονός ότι το δικαστήριο έδωσε στον σύζυγο την επιμέλεια ενός από τα δύο παιδιά τους.
«… Κάθε φορά που διαβάζω για μια παρόμοια περίπτωση γυναίκας που κακοποιήθηκε, βλέπω τον εαυτό μου. Ξαναζώ τα γεγονότα ένα προς ένα και ευχαριστώ τον Θεό που ακόμα είμαι ζωντανή. Αυτό είναι λοιπόν; Αυτοί είμαστε; Μια κοινωνία που απλώς σιωπά; Ένα κράτος που αφήνει ανυπεράσπιστες τις γυναίκες να κακοποιούνται καθημερινά; Τις γυναίκες να υποχρεώνονται να παραδώσουν την ελευθερία τους στα χέρια ενός ανύπαρκτου κράτους; Τις γυναίκες που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, τους φίλους τους, την πόλη τους για να επιβιώσουν; Γυναίκες που το μόνο που δικαιούνται είναι δημοσιότητα μετά θάνατον;…» σημειώνει σε πρόσφατη ανάρτησή της η γιατρός.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ αθηναϊκών μέσων ενημέρωσης, η γυναίκα, μετά από αλλεπάλληλα περιστατικά ξυλοδαρμών, κάθε μορφής βίας και απειλών, για να ξεφύγει από τον κακοποιητή της, εγκατέλειψε τη δουλειά της ως γιατρός στο νοσοκομείο Βέροιας αλλά και από τη χώρα, μετακομίζοντας στην Κύπρο.
Σε επιστολή της προς γυναίκα βουλευτή, η γιατρός αναφέρεται στο ιστορικό του γάμου της, που έγινε μια άκρως κακοποιητική σχέση:
«Ξυλοδαρμοί, λεκτική και ψυχολογική βία, απειλές και εκβιασμοί ακόμα και για δημοσιοποίηση στο διαδίκτυο προσωπικών στιγμών. Μία καθημερινότητα δυσβάσταχτη. Και γύρω; Σιωπή. Παντού κλειστές πόρτες. Κλειστά στόματα. Αστυνομικοί που παροτρύνουν ‘να επιστρέψουμε σπίτι και να ηρεμήσουμε’, γείτονες που ακούν, λυπούνται αλλά δε μιλούν. Πώς θα μπορούσε άλλωστε όλα αυτά να έχουν δράστη έναν ‘ευυπόληπτο πολίτη’, που είχε με μαεστρία πείσει όλους στη μικρή κοινωνία της Βέροιας για τη δύναμή του, διασπείροντας τον τρόμο. Ταυτόχρονα να υφίσταμαι καθημερινά ένα διασυρμό της προσωπικότητάς μου, σε μία προσπάθεια από τη μεριά του να με αποξενώσει από την οποιαδήποτε κοινωνική συναναστροφή.
Προσπαθώντας να προστατέψω εμένα και τα παιδιά μου, ζητούσα βοήθεια από παντού. Δίπλα μου στάθηκε το Κέντρο Κακοποιημένων Γυναικών του δήμου Βέροιας. Έτσι κατάφερα να φύγω το 2017 από το σπίτι.
Ωστόσο η κακοποίηση μεταφέρθηκε από το σπίτι στο κοινό εργασιακό μας περιβάλλον. Καθημερινή συκοφαντική δυσφήμησή μου σε συναδέλφους και συνεργάτες, θίγοντας την υπόληψή μου ως γυναίκα και ως γιατρό, άπειρες τηλεφωνικές κλήσεις κυρίως σε μέρες εφημερίας, αμέτρητα απειλητικά και υβριστικά μηνύματα, παρακολουθήσεις. Ακόμα και απειλές με κακή αξιολόγηση του έργου μου, εκμεταλλευόμενος τη θέση που κατείχε. Κι όλα αυτά ενώ εγώ προσπαθούσα να εργάζομαι απρόσκοπτα και ασταμάτητα σχεδόν μόνη μου, μέσα στις δύσκολες συνθήκες που ζήσαμε και δυστυχώς ζούμε ακόμη λόγω του covid 19. Αποκορύφωμα η χειροδικία εναντίον μου εντός της χειρουργικής αίθουσας, μπροστά σε συνεργάτες και ασθενή. Και πάλι σιωπή. Και πάλι μία αναφορά που εντέχνως τοποθετήθηκε στο συρτάρι, από τους αρμόδιους… Για ακόμη μία φορά απροστάτευτη.
Έχοντας πάλι εγκλωβιστεί και βλέποντας ότι τα παιδιά μου είχαν αρχίσει να επηρεάζονται αρνητικά από όλη αυτή την κατάσταση, ως μοναδική λύση προστασίας της δικής μου και των παιδιών μου, επέλεξα να φύγω από τη χώρα. Έφυγα από την πατρίδα μου και από ένα νοσοκομείο που πραγματικά αγαπούσα, με πολύ πόνο. Έδωσα την ψυχή μου για το Ε.Σ.Υ., για τους ασθενείς, δεν είχα όμως άλλη επιλογή, φοβόμουν πλέον για τη ζωή μου. Μάζεψα τα κομμάτια μου και με τη δύναμη που έπαιρνα από τα παιδιά μου, αναζήτησα την ελευθερία μου στην εργασία, στην προσωπική και κοινωνική μου ζωή, στην αναπνοή μου, δικαιώματα που θα έπρεπε να είναι δεδομένα.
Πάντοτε με εκβίαζε ότι ‘αν φύγεις εγώ έχω τα χρήματα και τις διασυνδέσεις και θα σου πάρω τα παιδιά’.
Ερχόμενη στην Κύπρο υλοποίησε άμεσα των εκβιασμό του. Ενώ είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη και έχοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία και έγγραφα, συν την στήριξη των δύο προηγουμένων συζύγων του που κακοποιήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, βρέθηκα αντιμέτωπη με μια δικαστική απόφαση, πρωτόγνωρη και σεξιστική, η οποία του παραχωρεί την επιμέλεια μόνο του γιού μας 9 ετών, ‘λόγω φύλου’, χωρίζοντας τα δύο αδέρφια και αγνοώντας πλήρως τη θέληση του ίδιου του παιδιού να μείνει μαζί μας, διότι τον φοβάται και αρνείται να εγκαταλείψει το ασφαλές περιβάλλον που του παρέχουμε.
Για άλλη μια φορά ανυπεράσπιστη μπροστά σε μια δικαιοσύνη που έκλεισε τα μάτια στην κατάφορη κακοποίηση, στις μαρτυρίες και των τριών γυναικών (πρώην συζύγους του), με όπλο τη διαστρέβλωση και κακή χρήση μιας νομοθεσίας, που δυστυχώς αφήνει τα περιθώρια.
Πώς μπορεί ένας κακοποιητικός άντρας να υπάρξει καλός πατέρας και ιδανικό ‘αντρικό πρότυπο’;
Ποια παράλογη λογική τα διαχωρίζει;
Ποια δικαιοσύνη τα παραβλέπει και μεροληπτεί απροκάλυπτα;
Πουθενά λοιπόν η δικαίωση, ούτε η στοιχειώδης προστασία. Τρομοκρατία και φόβος παντού, να έχει γίνει ένα με το δέρμα μας.
Κάθε φορά που διαβάζω για μια παρόμοια περίπτωση γυναίκας που κακοποιήθηκε βλέπω τον εαυτό μου. Ξαναζώ τα γεγονότα ένα προς ένα και ευχαριστώ το Θεό που ακόμα είμαι ζωντανή…
Και αναρωτιέμαι σε ποια λογική στηρίζεται μία δικαστική απόφαση, που παραδίδει ένα 9χρονο αγόρι, στα χέρια ενός καθ΄ έξιν κακοποιητικού συντρόφου, ‘προκειμένου να έχει αντρικό πρότυπο’. Δυστυχώς το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η ανακύκλωση παρόμοιων συμπεριφορών.
Το μόνο που ζητώ είναι δικαίωση. Είμαι σίγουρη πως στη φωνή μου κρύβονται πολλές φωνές απελπισμένων γυναικών…».