180 χιλιόμετρα σε έναν ποδηλατικό υπερμαραθώνιο-τάμα για τη Γενοκτονία των Ποντίων
Τάμα, καημός, πόνος, λύπη, μνήμη, λίγα από αυτά που με παρακίνησαν να σκεφτώ αυτή την ποδηλατική πορεία στο Βέρμιο. Ένα βουνό που συγκέντρωσε πάνω του και γύρω του όλα τα μεγάλα γνωστά μοναστήρια της πατρίδας μου, του Πόντου.
Ένα ταξίδι μνημόσυνο πραγματικό για τις 353.000 Ελλήνων Ποντίων που βασανίστηκαν, βιάστηκαν και θανατώθηκαν με φριχτές μεθόδους. Αλλά και για αυτούς που ξεσπιτώθηκαν από την πατρώα γη, που έχασαν παιδιά, συγγενείς, φίλους και περιουσίες. Που ήρθαν εδώ με ματωμένη καρδιά και εικόνες που πάντα θα στοιχειώνουν τη ζωή τους.
Στο όλο τόλμημα αυτό παρέα είχα δίπλα μου με ποδήλατο τον Μπάμπη Καζεπίδη, μαζί βιώσαμε μέρος της ταλαιπωρίας και της κούρασης, των στοιχείων της φύσης και τον πόθο να ολοκληρώσουμε το προσκύνημα αυτό για κάθε Πόντιο, να διαδώσουμε έμπρακτα το μήνυμα, να γίνουμε μέρος όλων αυτών που ταλαιπωρήθηκαν στο ταξίδι από την εκεί πατρίδα στην μητέρα Ελλάδα αλλά και τη μετέπειτα ταλαιπωρία τους μέχρι να στηθούν ξανά στα πόδια τους.
Έτσι και έγινε! Ξεκινήσαμε ξημερώματα Σαββάτου (15 Μαΐου) από τη Νάουσα, μπροστά από την Εύξεινο λέσχη Ποντίων, ξέροντας ότι το δελτίο καιρού είχε πολύ κακή πρόβλεψή.
Το πρώτο προσκύνημα ο Άγιος Γεώργιος ο Περιστερεώτας, μας έδωσε δύναμη να συνεχίσουμε, η πρόεδρος του Ποντιακού συλλόγου Ροδοχωρίου αλλά και οι φίλοι από το κατάστημα εστίασης απέναντι μας περίμεναν όλο ανυπομονησία. Προσκυνήσαμε στη χάρη και φύγαμε με ελαφριά βροχόπτωση για Δραζίλοβο. Πριν την Κουτσούφλιανη η βροχή δυνάμωσε, κάναμε μια στάση βλέποντας το Λιβάδι και συνεχίσαμε με πορεία μέσω Κούτουλου για κορυφή και Μεγαρεμιώτικα καλύβια. Στον Κούτουλο μας άφησε λόγω κακοκαιρίας και η μηχανή συνοδείας με τον Γιώργο Φειδάντση. Το κρύο άρχισε να σφίγγει και μετά από 5 λεπτά διάλειμμά μέσα στο αυτοκίνητο συνοδείας που οδηγούσε η γυναίκα μου Σοφία, ξανά στον αγώνα με τον Μπάμπη, ντυμένοι ακόμα καλύτερα.
Η ανάβαση δύσκολη, βροχή, αέρας, μεγάλη κλίση, γαρμπίλι. Πάνω από το Παρχάρ του Ροδοχωρίου στα 1900 μέτρα υψόμετρο η θερμοκρασία είναι 2 βαθμοί Κελσίου. Ξεκινάμε για Σιδεράκι και από εκεί για Άνω Σέλι. Λάσπη φοβερή, κατεβαίνουμε με προσοχή ενώ η Σοφία κάνει «τετακέ» με το αμάξι. Ποιόν να πρωτοσκεφτώ, τον Μπάμπη που ήρθε μαζί μου ή τη γυναίκα μου;
Άνω Σέλι, Πριόνια και τελικά Σέλι. Στάσεις, αλλαγές ρούχων, ενυδάτωση και ελαφρύ φαγητό για ενέργεια. Στη Σελιώτικη Μπάρα είμαστε μούσκεμα ένα βήμα πριν την υποθερμία. Ο φίλος Κώστα Τέγος με τη γυναίκα του Γεωργία μας περιμένουν και ανεβάζουν το ηθικό μας. Ενώ λίγο πιο κάτω περιμένει δεύτερο αυτοκίνητο με την Γιώτα και τον Κώστα Ρέντη για να έρθουν μαζί μας. Το βουνό όμως έχει αλλάξει, οι δρόμοι γίναν δύσκολοι και η απόφαση παίρνεται, ότι τα αυτοκίνητα θα φύγουν από άσφαλτο μέσω Καστανιάς για Άγιο Ιωάννη Βαζελώνα.
Η πείρα ετών και συνετές αποφάσεις δουλεύουν στο μυαλό μου, φυσικά σκέφτομαι τον Μπάμπη που είναι μαζί μου υπό την καθοδήγησή μου.
Μόνοι πλέον μετά το Σέλι με κατεύθυνση από Ντουκάτα για Στουρνάρι και το χαλάζι κάνει την εμφάνισή του, ενώ από τα μαντριά του Αρκούδα μπαίνουμε μέσα στο «Κέρατο του Βοδιού», σφοδρή καταιγίδα.
Στον δρόμο ανάμεσα στο Ξηρολίβαδο και τα Μαντριά της Ακρινής αποφασίζω για ασφάλεια να αλλάξουμε ίχνος με κατεύθυνση μαντριά Ακρινής.
Λες και θα γίνει η «Δεύτερη Παρουσία», το φως αμυδρό, καταιγίδα, νερό και λάσπη παντού, ο δρόμος ολισθηρός, η αδρεναλίνη μαζί με κάθε οδηγική δεξιότητα στο φουλ. Και αφού περάσαμε δια πυρός και σιδήρου με αστραπές και κεραυνούς γύρω, βρίσκουμε καταφύγιο στη βεράντα ενός σπιτιού σε ένα μαντρί. Με υποθερμία και αλλαγή ρούχων από τα λίγα που είχαμε μαζί μας, στεγνά, σε νάιλον σακούλες μέσα στους σάκους μας. Τηλέφωνο στα αμάξια υποστήριξης και υπομονή.
Μετά τη συνάντηση με την ομάδα όλα πήγαν καλύτερα. Πορεία για Παρχάρ Τετραλόφου και συνάντηση με τον φίλο και μουσικό Βασίλη Φωλίνα που μας φιλοξένησε και μας φρόντισε στο σπίτι του στα 1.100 μέτρα υψόμετρο. Άψιμον, Κεμεντζές, Αγγείο και ιστορίες για τον Πόντο σε ένα αξέχαστο βράδυ.
Ξημέρωμα και πορεία για Βαζελώνα. Ο Κεμεντζές παίζει στο μοναστήρι ενώ κατεβαίνω το φιδωτό δρόμο μέσα στον πρωινό παγωμένο αέρα, μπροστά το οροπέδιο Κοζάνης-Πτολεμαΐδας με Ποντιακά χωρία παντού. «Εγομόθεν η Γούλα’μ», τα «ομάτεα δακρυσμένα». Μπαίνουμε μέσα με τον Κεμεντζέ να κλαίει δίπλα μας. Πατρία’ μ καμια κ ανασπάλω σε. Ο Άγιος Ιωάννης μας χαιρετά και τελευταία είναι η Παναγία, η Μάνα, η Μάμα που έλεγαν οι θείες μου για τη μάνα τους, τεμέτερον τη γιάγια.
«Σης Παναΐας την Στράτα λοιπόν». Ο Ήλιος λάμπει, περνάμε το οροπέδιο και τα χωριουδάκια του, από τον Πολύμυλο και μετά ακολουθεί η Καστανιά, είναι το τελευταίο δύσκολο κομμάτι, παιχνίδι μπροστά στα 100 και κάτι χιλιόμετρα της προηγούμενης μέρας.
Ανάβαση και νουνίζω (σκέφτομαι) την Παναγία Σουμελά που πέρυσι επισκέφτηκα α σην Πατρίδα. Ζωοδόχος Πηγή και τελικά βλέποντας τα Πιέρια και τις τεχνητές λίμνες του Αλιάκμονα φτάνουμε στο λίκνο της Ποντιακής Πίστης, σε αυτήν που αφήσαμε όλοι στα χέρια της τη ζωή μας και ήταν πάντα εκεί να βοηθάει και να ακούει προβλήματα και καημούς.
«Παναΐα Σουμελά, εφτάς θαύματα πολλά». Ο Βασίλης παίζει το λυπηρό τραγούδι – μοιρολόι «Την Πατρίδα ‘ μ έχασα», δίπλα ένας κεμεντζές περιμένει και μένα να «σύρο το τοξάρ». Ο Μπάμπης δίπλα σιγοτραγουδάει και η ομάδα υποστήριξης μάς βλέπει με συγκίνηση. Κεράκι για όλες τις ψυχές, έναν καφέ από το ίδρυμα Παναγία Σουμελά και επιστροφή μέσω Βέροιας, Πατρίδας, Τριλόφου και Στενημάχου στη Νάουσα.
«Στο Κουλούκι λοιπόν» στο τελευταίο ανηφορικό κομμάτι πριν τη Νάουσα. Την Ηρωική Νάουσα που σε αυτήν οι Αργυρουπολίτες έφεραν τον θησαυρό τους από το φροντιστήριο της Αργυρούπολης, βιβλία αλλά και ιερά σκεύη και εικόνες. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας έφεραν πίσω τον πολιτισμό, τη γνώση, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα που είχαν μέσα στη φωλιά του λύκου. Θυμάμαι τη Γιάγια μου να λέει ιστορίες και να μαϊρεύει Ποντιακά φαϊα και να λέει για τον Πάπο μου τον Γιωρίκα, τον Έμπορο αλλά και για το καμάρι της, τον πατέρα της Νικόλαο Μουμτζίδη. Τον τελευταίο Έλληνα Δήμαρχο της Αργυρούπολης.
Άχχ πόσες εικόνες, πόσα συναισθήματα πριν φτάσουμε στο Μνημείο για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Ο Πρόεδρος της Λέσχης Ποντίων, ο Φώτης, φίλοι και γείτονες από τον συνοικισμό, από τον Ποντιακό μαχαλά περιμένουν με μάτια βουρκωμένα και εγώ ένα μικρό κομμάτι του παζλ, με την υποχρέωση να μεταφέρω στα παιδιά μου λίγα από αυτά που ξέρω και πολλά από αυτά που νιώθω. Φωνάζοντας με τον τρόπο μου: όχι άλλες γενοκτονίες, όχι όλα για το συμφέρον, «όχι πόλεμο ειρήνη και ση’ν γη απάν μανίτσαμ και σην γην απάν»
180 χιλιόμετρα με ποδήλατο βουνού, 4.400 μέτρα θετική υψομετρική διαφορά, αφιερωμένα στην ημέρα μνήμης του κακού που έγινε, στην 19η Μαΐου.
Γιώργος Καισαρίδης