Το lockdown του Καποδίστρια 200 χρόνια πριν. Κι η ιστορία που επαναλαμβάνεται...
Στην αντιμετώπιση της επιδημίας της πανούκλας μέσα σε τρεις μήνες από τον Ιωάννη Καποδίστρια το καλοκαίρι του 1828, αναφέρθηκε στην εκπομπή ‘ΦλΕΡΤ’ ο συγγραφέας Άρης Σφακιανάκης.
«Ήταν ενημερωμένος και είχε καλούς συνεργάτες δίπλα του. Είχε επιβάλλει σκληρές τοπικές καραντίνες, είχε κλείσει τις εκκλησίες, είχε απαγορεύσει γιορτές-συγκεντρώσεις και έφερε αποτελέσματα μέσα στο χάος που παρέλαβε, παλεύοντας με όλους τους δαίμονες της φυλής, με πρώτον τη διχόνοια», ανέφερε ο συγγραφέας, μιλώντας στη Νάντια Κοντογεώργη για το βιβλίο του ‘Η σκιά του κυβερνήτη’.
Η επιδημία στην Ύδρα
Σύμφωνα με τη φιλόλογο Αναστασία Μπέση, η επιδημία πανώλης ενέσκηψε αρχικά στην Ύδρα τον Απρίλιο του 1828 από πλήρωμα υδραίικου πλοίου σε ένα ταξίδι μεταφοράς αιχμαλώτων από την Αίγυπτο. Ο Καποδίστριας, έχοντας σπουδάσει ο ίδιος ιατρική, δεν υποτίμησε τον κίνδυνο, αλλά απέστειλε τον γιατρό Σπυρίδωνα Καλογερόπουλο στο νησί, με εντολή να λάβει αυστηρά μέτρα για τον περιορισμό της επιδημίας:
α) να απομακρυνθούν από την πόλη και να μπουν σε καθαρτήριο οι οικογένειες όσων είχαν νοσήσει,
β) να οριστούν συγκεκριμένοι ‘μόρτηδες’ που θα θάβουν τους νεκρούς από τη νόσο και θα απολυμαίνουν τα σπίτια τους,
γ) να υπάρχει ισχυρή επαγρύπνηση στις επαφές των συγγενών των νοσούντων σε δημόσιους χώρους,
δ) να κλείσουν οι εκκλησίες,
ε) να καίγονται τα ρούχα όσων είχαν πεθάνει από τη νόσο,
ε) όσοι ήταν ύποπτοι ότι είχαν τη νόσο αλλά δεν την είχαν εκδηλώσει, να μπαίνουν σε καραντίνα για 50 ημέρες.
Οι πρόκριτοι της Ύδρας συμμορφώθηκαν με τις υποδείξεις στέλνοντας ευχαριστήρια επιστολή στον κυβερνήτη για τη βοήθεια, όμως παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις τους, τα κρούσματα της επιδημίας αυξάνονταν τόσο στην Ύδρα, όσο και στις Σπέτσες και τα γύρω νησιά.
Για τον λόγο αυτό έλαβε αυστηρότερα μέτρα βάζοντας την Ύδρα και τις Σπέτσες σε καραντίνα για 40 μέρες με την αυστηρή διαταγή να μην βγαίνει οτιδήποτε από τα νησιά που είχαν πληγεί, είτε προϊόν είτε άνθρωπος.
Όμως παρά τα περιοριστικά μέτρα που πάρθηκαν, σύντομα η επιδημία είχε μεταφερθεί στις Σπέτσες, στον Πόρο, στη Χαλκίδα, στα Μέγαρα, στα Καλάβρυτα και στην Αργολίδα.
Μετά τη διάδοση και στην Πελοπόννησο, ο Καποδίστριας απέστειλε τον αδερφό του Βιάρο στην Ύδρα, ως έκτακτο υγειονομικό επίτροπο με δικτατορικές αρμοδιότητες και με 60.000 γρόσια ως επιχορήγηση για την άσκηση της κρατικής πολιτικής.
Ο Βιάρος αμέσως αυστηροποίησε την καραντίνα διορίζοντας επιστάτες επιφορτισμένους με το έργο να επισκέπτονται κάθε μέρα όλα τα σπίτια του νησιού ψάχνοντας για νέα κρούσματα. Αν συναντούσαν ασθενή, όφειλαν να τον περιορίσουν στο σπίτι του. Οι επιστάτες των λιμανιών όφειλαν να εμποδίζουν τον απόπλου όλων των πλοίων εκτός των αλιευτικών, ενώ καθόριζε μια νέα αγορά για προμήθειες με νέους αυστηρούς κανόνες υγιεινής.
Οι Υδραίοι εξοργίστηκαν με τον αυταρχισμό του Βιάρου ζητώντας να χαλαρωθούν τα μέτρα που είχαν καταστρέψει το εμπόριο του νησιού, αλλά αυτός δεν έδωσε σημασία στις παρακλήσεις τους, υποστηριζόμενος και από τον κυβερνήτη που ήθελε πάση θυσία να εμποδίσει τη διάδοση της νόσου.
Ο Καποδίστριας δεν επέτρεπε καμία εμπορική δραστηριότητα αν δεν έμεναν χωρίς κρούσματα επιδημίας για τουλάχιστον 40 ημέρες συνεχόμενες. Θέλοντας να εξαλείψει γρηγορότερα την πανώλη, στις 19 Μαΐου 1828 ο Καποδίστριας επέκτεινε την καραντίνα των νησιών στα παράλια της Αττικής, στην Εύβοια και στον κόλπο του Βόλου. Μια ναυτική μοίρα ανέλαβε την υποχρέωση να επιτηρήσει τις περιοχές αυτές και να μην επιτρέψει σε κανένα πλοίο να παραβιάσει τον αποκλεισμό. Όλα αυτά τα αυστηρά μέτρα σύντομα απέδωσαν καρπούς στην Ύδρα και η επιδημία εξαλείφθηκε πλήρως στο νησί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Η επιδημία όμως είχε παρουσιάσει τα περισσότερα κρούσματα στον Πόρο και αυτό ανάγκασε τον Καποδίστρια να επιφορτίσει τον διάσημο Ελβετό γιατρό Andre-Louise Gosse με την αρμοδιότητα να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα υγειονομικού χαρακτήρα ώστε να περιοριστεί και να καταπολεμηθεί η επιδημία και στα υπόλοιπα νησιά εκτός της Ύδρας και των Σπετσών.
Ο Gosse αφού μελέτησε τα κρούσματα και κατέληξε στην μορφή της επιδημίας, διέταξε την έξοδο των αρρώστων από τα σπίτια και την τοποθέτηση τους κάτω από τη σκιά φυλλωμάτων σε απόσταση έξι μέτρων του ενός από τον άλλο. Παράλληλα χρησιμοποίησε την ιατρική τεχνική της ‘καυτηρίασης των οιδημάτων’ που εμπόδισε την εξάπλωση της επιδημίας, όρισε λοιμοκαθαρτήρια, επέβαλλε την καύση των ρούχων των νεκρών, την ματαίωση των εκκλησιασμών, κλείσιμο των καφενείων κτλ.
Τα περιοριστικά μέτρα συντέλεσαν στην καταπολέμηση της επιδημίας και στον Πόρο και γενικότερα ο Gosse επέδειξε έναν ζήλο που οφειλόταν όχι μόνο στον αδιαμφισβήτητο ανθρωπισμό του αλλά και στο επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσίαζε η καταπολέμηση της επιδημίας. Ο Gosse κατέγραψε τα συμπτώματα της επιδημίας και τις θεραπείες που ακολούθησε στην Ελλάδα για να τις καταπολεμήσει, σε χωριστές ιατρικές μελέτες που εκδόθηκαν στην Ελβετία. Οι μελέτες αυτές αποτέλεσαν σημαντικές πηγές πληροφόρησης τον 19ο αιώνα για την ίαση της πανώλης παγκοσμίως ενώ συγκεντρώνουν το επιστημονικό ενδιαφέρον και πωλούνται τόσο από βιβλιοπωλεία όσο και από το διαδίκτυο μέχρι και στις μέρες μας.
Με ένα επιτελείο από βοηθούς που του είχε διατεθεί, ο Gosse ταξίδευε με αυτοθυσία σε όλες τις πανωλόπληκτες περιοχές (κυρίως τον Πόρο, την Αίγινα και τα Μέγαρα) προσπαθώντας να καταπολεμήσει την αρρώστια. Δυστυχώς όμως στην προσπάθεια του αυτή και υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και υψηλές θερμοκρασίες προσβλήθηκε ο ίδιος από κακοήθη πυρετό τον Αύγουστο του 1828. Και ενώ αρχικά πίστεψε πως δεν είναι κάτι σοβαρό, η κατάσταση του επιδεινώθηκε απότομα και ο Gosse κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του. Σώθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή καθώς η αρρώστια υποχώρησε με τη χρήση κινίνου και την παραμονή του σε ένα απομονωμένο μοναστήρι στον Πόρο. Σε επιστολή του, ο Καποδίστριας του έγραφε:
"...Εκάνατε πολύ περισσότερα. Γλιτώσατε από τον θάνατο έναν μεγάλο αριθμό κατοίκων του Πόρου κατά την εποχή αυτή, εποχή κακοηθών πυρετών. Παρά λίγο μάλιστα να γίνετε θύμα και εσείς ο ίδιος. ...".
Η επιδημία υποχώρησε αισθητά τους καλοκαιρινούς μήνες, στις 22 Ιουλίου με επιστολή του στον Εϋνάρδο, ο Καποδίστριας ανήγγειλε ότι είχε σχεδόν εξαλειφθεί η επιδημία, ενώ τον Σεπτέμβριο δεν εμφανίστηκαν καθόλου νέα κρούσματα. Αυτό οδήγησε τις Αρχές και τους πολίτες να ελαττώσουν την επαγρύπνηση τους με αποτέλεσμα τη δραματική επανεμφάνιση της επιδημίας στα Καλάβρυτα και στα γύρω χωριά τον Οκτώβριο του 1828. Η πιο σοβαρή αμέλεια των κατοίκων ήταν ότι δεν τηρούσαν τους αυστηρούς κανόνες υγιεινής καθώς και την ειδική διαδικασία καθαρισμού των ρούχων τους. Η επιδημία μεταδόθηκε από το Διακοφτό και στο χωριό Βραχνί που είχε 700 κατοίκους πέθαναν 53 άτομα, ενώ στα Καλάβρυτα που είχαν 1.000 κατοίκους πέθαναν 15.
Όλες τις επαρχίες των Καλαβρύτων τέθηκαν σε καραντίνα με σκοπό τον άμεσο περιορισμό όλων των πιθανών αρρώστων στα σπίτια τους. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Schneider κατέβαλλε 1.000 φράγκα ώστε να προμηθεύσει με νέα ρούχα τους κατοίκους της περιοχής. Χάρις τις συντονισμένες προσπάθειες όλων των αξιωματούχων της κυβέρνησης στην περιοχή, η επιδημία δεν διαδόθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο αλλά καταπολεμήθηκε και στις περιοχές που είχε κάνει την επανεμφάνισή της.