Κάθε σπίτι, μια ιστορία άγραφη. Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Περπατώντας στα στενά της μικρής μου πόλης κάθομαι και παρατηρώ τα σπίτια. Σπίτια μιας άλλης εποχής, ξεχασμένα από τους περισσότερους ανθρώπους, σκονισμένα από το άγγιγμα του χρόνου στέκονται αγέρωχα να φωτίζονται τις νύχτες με φεγγάρι, ελευθερώνοντας τη γοητεία τους σε όσους έχουν μάτια να τα κοιτάξουν και ψυχή να τα αισθανθούν.
Σπίτια που η εποχή του γρήγορου και εύκολου χρήματος έβαλε στο περιθώριο και προσπάθησε να τα αντικαταστήσει με τετράγωνα κελιά, όμοια με πολυτελή κλουβιά.
Τα σπίτια αυτά έχουν πάντοτε κάτι να σου πουν, αρκεί να κοιτάξεις λίγο καλύτερα πίσω από τις φθαρμένες δαντελένιες κουρτίνες και τα σπασμένα παραθυρόφυλλα. Ακόμη και ο αποδιωγμένος από το σπίτι του ή εκείνος που έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του φεύγοντας, άφησε κάπου βιαστικά το στίγμα του.
Κάτι που ξέχασε να συμμαζέψει, μια γλάστρα στο περβάζι του παραθύρου, δυο κούνιες να κρέμονται από σκουριασμένες αλυσίδες σ’έναν κήπο, καλυμμένο πια από αγριόχορτα. Πάντα υπάρχει κάτι εκεί που να δηλώνει τη ζωή πριν απ’τον θάνατο, τη ζωντάνια πριν τη σιγή.
Τα σπίτια αυτά, αβίαστοι συνεχιστές μιας πολιτιστικής παράδοσης και κοσμήματα μιας αλλιώτικης Ελλάδας, κουβαλούν τις δικές τους ιστορίες. Πίσω από τους τοίχους τους έζησαν άνθρωποι, μεγάλωσαν τα παιδιά τους, άκουγαν τις φωνές τους καθώς γέλαγαν μέσα σε ολάνθιστους κήπους, φώναζαν, αγαπούσαν και αγαπιόντουσαν.
Τα σπίτια αυτά, σημερινά φαντάσματα των δρόμων, κοίμισαν στα κρεβάτια τους ανθρώπους ερωτευμένους, τους άφησαν να φωλιάσουν τις φοβίες τους και να γιατρέψουν τις ανησυχίες τους και ήταν το μέρος όπου κάποιος, κάποτε ονειρεύτηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο που του άλλαξε οριστικά τη ζωή. Στα σπίτια αυτά μάνες έφεραν στον κόσμο τα παιδιά τους, πάνω σε ολόλευκα σεντόνια, με τη βοήθεια μιας μαμής και των γυναικών της γειτονιάς.
Μέσα εκεί, γυναίκες σιγοτραγούδισαν και εφηύραν νανουρίσματα, έπλεξαν κιλά δαντέλες για τις προίκες των παιδιών τους, ενθάρρυναν τους άντρες τους, έχτισαν με κόπο το νοικοκυριό τους και πάλεψαν για την οικογενειακή θαλπωρή σε αβέβαιους καιρούς.
Τα σπίτια αυτά έχουν ακούσει τον θρήνο των ανθρώπων για τον χαμό των αγαπημένων τους, δέχτηκαν στα δωμάτιά τους ξένους σαν φίλους τους, μπόλιασαν τους τοίχους τους με παιδικές φωνές και μυρωδιές από Χριστούγεννα και φωτίστηκαν από μελωδίες, γέλια και τραγούδια.
Μέσα σε αυτά, τα ίδια σπίτια, άνθρωποι μιας άλλης εποχής, πιο αγνής και ηθικής, θα τολμούσα να πω, συναθροίζονταν με τους οικείους τους μαγειρεύοντας όλοι μαζί, ανάβοντας μεγάλες φωτιές για να ζεσταθούν και συζητούσαν για ιστορίες και θέματα που απείχαν παρασάγγας από τη σημερινή θεματολογία.
Τα σπίτια αυτά ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ζωή των ανθρώπων, όχι μόνο σε βιοτικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Ήταν και πάντοτε θα είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας και της ψυχοσύνθεσης των τότε ανθρώπων.
Κάθε φορά που ο δρόμος με βγάζει σ’ένα απ´αυτά τα τόσο ξεχωριστά σπίτια, στέκομαι μπροστά τους και αφήνω τις σκέψεις μου να με ταξιδεύουν στη δική τους εποχή. Τα σπίτια-μαγνήτες πάντα θα μας φέρνουν έναν κόμπο στο λαιμό, γιατί θα μας θυμίζουν τη φθαρτότητα της ύλης έναντι του συνειδητού, αλλά και πόσο στενά συνδεδεμένα είναι αυτά μεταξύ τους.
Αφού αρκεί λίγη ύλη να σταθεί μπροστά σου κάτω από έναν έναστρο ουρανό, με τέσσερα μεγάλα παράθυρα και γαλάζια μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα, για να φτιάξεις στο μυαλό σου ολόκληρη την τότε ζωή απ’την αρχή.
(Το κείμενο της Περσεφόνης Χρυσαφίδου δημοσιεύθηκε αρχικά στο http://loveletters.gr/)